- Κελτικούς
- ΚελτικόςCelticmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
βάρδος — (από το λατινικό bardus, κελτικής προέλευσης). Ποιητής και τραγουδιστής, ο οποίος στους κελτικούς λαούς (Γαλάτες, Ουαλούς και Σκοτσέζους) εξυμνούσε τα κατορθώματα των θεών και των εθνικών ηρώων, συνοδεύοντας το τραγούδι του με μια μικρή άρπα, που … Dictionary of Greek
βραχιόλι — Κόσμημα κατασκευασμένο από χρυσό, άργυρο ή άλλη ύλη (πλατίνα, ελεφαντοστό, κεχριμπάρι, μετάξι, ξύλο κ.ά.). Φοριέται συνήθως στο χέρι, επάνω από τον καρπό και κάποτε επάνω από τον αγκώνα ή στον αστράγαλο του ποδιού. Το β. είναι ένα από τα… … Dictionary of Greek
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek
μοράβια — (τσεχ. Morava, γερμ. Mahren). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (26.095 τ.χλμ., περ. 4.000.000 κάτ. το 1999) της Τσεχίας· αποτελεί, μαζί με τη Βοημία, μια από τις δυο περιοχές που αποτελούν την Τσεχία και διαιρείται διοικητικά στις επαρχίες της Βόρειας … Dictionary of Greek
νωλεμές — (Α) επίρρ. 1. χωρίς διακοπή, αδιαλείπτως, συνεχώς 2. με σταθερό τρόπο, ακλόνητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθ. λ., το α συνθετικό τής οποίας είναι το στερητ. πρόθημα νη *, ενώ το β συνθετικό παραμένει άγνωστο. Κατά μία άποψη, το β συνθετικό… … Dictionary of Greek
Αννίβας — I (Καρχηδόνα 247 – Βιθυνία 183 π.Χ.). Καρχηδόνιος στρατηγός του B’ Καρχηδονιακού πολέμου. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Βάρκα, η οποία από το 250 έως το 200 π.Χ. άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική της Καρχηδόνας. Ο πατέρας του… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Γιτς, Τζακ Μπάτλερ — (Jack Butler Yeats, Λονδίνο 1871 – 1957). Ιρλανδός ζωγράφος. Γιος του επίσης ζωγράφου Τζον Μπάτλερ Γιτς, ο οποίος φιλοτέχνησε πορτρέτα, και αδελφός του διάσημου ποιητή Γουίλιαμ Μπάτλερ Γιτς (βλ. λ.), θεωρείται ο πιο σημαντικός Ιρλανδός ζωγράφος… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek